Βαγγέλης Γέττος
Είναι πλέον σαφές. Η μουσική στρόφιγγα των υπερταλαντούχων 35άρηδων-40άρηδων άνοιξε και δεν αναμένεται να κλείσει. Είναι πολλές οι εντυπωσιακές απαντήσεις σε όσους βιάστηκαν να κρίνουν την μουσική γενιά της κρίσης. Άλλωστε οι νεότεροι αυτοί δημιουργοί είχαν ένα επιπρόσθετο βάρος: να ‘’αντιπαλέψουν’’ τοτέμ της εγχώριας μουσικής. Πως γράφεις μουσική από το 2010 έως το 2020 χωρίς να σε βασανίζει το αν σε συγκρίνουν με τον Θανάση, τον Μάλαμα, τον Αγγελάκα, τον Δεληβοριά, τον Αλκίνοο; Ο Απόστολος Γουγουλάκης, με τον δεύτερο δίσκο του, ”Στον ίσκιο”, δίνει τη δική του αυτάρκη, αυτόνομη και προπαντός, αυθεντική απάντηση.
Έχοντας ήδη κάνει το αγροτικό του σε μαγαζιά, openings, φεστιβάλ και σκηνές και έχοντας ήδη καταθέσει το δικό του στίγμα με τον πρώτο του δίσκο ”Είδα φως και βγήκα”, κάνει ένα δημιουργικό σάλτο σε ένα πολύτροπο μουσικό αλώνι. Με ήδη φτασμένους μουσικούς από την σταθερά πρωτοποριακή πατρινή μουσική σκηνή(Χρήστος Λιβάνης – ηλ. Κιθάρα, Χρήστος Κυριαζής- σαξόφωνο, Περικλής Αλιώπης-τρομπέτα Κώστας Σπυράτος- κρουστά, Θάνος Παπαγεωργίου-ηλεκτρικό μπάσο, Γαβρίλης Μπιρλής-τύμπανα Μιχάλης Ατσάλης, Δημήτρης Κορδάς- δεύτερα φωνητικά), με εμφανείς ή αφανείς επιρροές αλλά χωρίς στρες για να τις κρύψει ή να τις αναδείξει και κυρίως με πολλή, πολλή προσωπική δουλειά και στιβαρή γνώση, δωρίζει στο δύσκολο 2020 έναν δίσκο που (ελπίζω) θα μας απασχολήσει. Ακολουθούν προσωπικές εντυπώσεις σημειωτόν.
Κόρη: το συναρπαστικό αμάλγαμα βαλκανικού, ανατολίτικου και prog ήχου σε σηκώνει απευθείας και σε τοποθετεί στην θέση του ενεργητικού ακροατή: του ακροατή που αναζητά το γιατί και το πώς στη συνέχεια του δίσκου. Ενορχηστρωτικά, το κομμάτι είναι ανυπόμονο και καλά κάνει, καταθέτοντας εκ προοιμίου μία ισχυρή δήλωση εκ μέρους του συνθέτη που συμπεριλαμβάνει όλους τους ομόκεντρους γαλαξίες του δημιουργικού του σύμπαντος. Ο δε καψουρεμένος και ακομπλεξάριστος δεκαπεντασύλλαβος, χάρη στην επιθετική χιπχοπίστικη εκφορά, αναιρεί τον διαχωρισμό “χωριό-πόλη” (κάτι που αποτυπώνεται και στο σχετικό video clip) και βουτά στο τώρα χωρίς βαρίδια.
Παλουκώσου: chill out φρένο μετά τον καταιγισμό της ”Κόρης”. Η απλωμένη reggae πλατφόρμα δίνει έδαφος στον Γουγουλάκη να ξετυλίξει ένα ”αντιεαυτούλικο” μουρμουρητό. Ωστόσο, επιμένω, μετά την ”Κόρη”, θες κι άλλη καταιγίδα. Και ξαφνικά, προς το τέλος του κομματιού, ο τραγουδοποιός σου κλείνει το μάτι και σου λέει ”πάμε” δίνοντας ένα folk metal βαλκανικό ξέσπασμα που κλείνει με μια ακόμα υποσχόμενη άρση.
Βροχούλα: ένα κομμάτι που χωρίς πολλά πολλά συνδέει και πάλι με φοβερή άνεση πολύ εκλεκτικές διαδρομές. Με μια πιο ”επίσημη” ερμηνεία (Μάκης Σεβίλογλου) που σαν αντίβαρο έχει την world ατμόσφαιρα. Το κουπλέ του μου θυμίζει έντονα το ”Όνειρο” του Παπάζογλου. Αδιάφορο αν ο δημιουργός είχε την ίδια αναφορά. Αλλά πόσο όμορφο είναι να ανακαλείς ένα τόσο σπουδαίο κομμάτι 30ετίας επ’ αφορμή ενός νέου το 2020!
Κοντραμπάντο: εναρκτήρια γκάζια και μπαγλαμάδες δίνουν τη σειρά τους σε μια απολογητική ελεγεία προς γονείς, ρίζες και παράδοση για να ξαναδυναμιτιστεί το κλίμα στο ρεφραίν όπου η απολογία εξισορροπείται με την υποβολή της προσωπικής ταυτότητας. Για μια ακόμα φορά, η απουσία κάθε κόμπλεξ και κορρεκτίλας, επιτρέπει στον Γουγουλάκη να τραγουδήσει ακόμα και την φλεγόμενη Σμύρνη σε ματζόρε και prog rock τόνους.
Κόπο δεν θέλει: εδώ, ο Γουγουλάκης μας θυμίζει ότι η ψυχαγωγία της μουσικής είναι πιο σημαντική από τα διδάγματά της. Η pop διάθεση με την ανθρώπινη μπιτάτη χωρωδία να παράγει πλήθος φυσικών εφέ, υπογραμμίζει το «γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε»: ”το ζόρι δεν φέρνει λύση”.
Ίσκιος: ξεκάθαρα το αριστούργημα του δίσκου και ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια που έχω ακούσει από τους μουσικούς της γενιάς του Γουγουλάκη. Ακριβώς στη μέση του δίσκου, στήνεται ο κυκλωτικός ηπειρώτικος που μυρίζει δάσος και φιλία. Φωνή, ενορχήστρωση, riffs: όλα στην κόψη του ξυραφιού, λες και παραπατούν αγκαλιά τραγουδώντας μετά από αυγουστιάτικο γλέντι. Τραγούδι που από από τη δική του σκοπιά και διάθεση συναντά ισότιμα την αυθεντική δημιουργική αντίσταση και ορμή των αισθητικά συναφών δημιουργικών δυνάμεων της ελληνόφωνης μουσικής: Villagers of Ioannina City, Δημήτρης Μυστακίδης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Thrax Punks, Γιώργης Μανωλάκης και Couleur Locale, Monsieur Doumani, Αλκίνοος Ιωαννίδης -μετά την ”Νεροποντή”- Φώτης Σιώτας-Σωτήρες κ.ά.΄
Βράχος και λουλούδι: η folk ακουστική κιθάρα έχει καταστεί εδώ και δεκαετίες ένα απόλυτα λειτουργικό εργαλείο για την ελληνόφωνη μουσική. Ο Γουγουλάκης κατέχει αυτή τη διαδρομή. Ένα πιο εγκεφαλικό και εσωστρεφές στιχουργικά κομμάτι σε σχέση με τα προηγούμενα. Ίσως το μόνο που ”κλωτσάει” ως προς την συμπερίληψή του σε έναν τέτοιο δίσκο. Κόσμε: όπως και στο ”Παλουκώσου” (βλ. παραπάνω), γίνεται σαφές ότι ο δίσκος εκτός από το όλο δημιουργικό πρόκριμά του, θέτει και ως ζητούμενο την ανάπαυλα μεταξύ των ισχυρών statements. Η διάσταση της reggae παράκλησης σε σχέση με την εμβόλιμη hip hop καταγγελία προσθέτει στην ”διακειμενικότητα” του κομματιού αλλά είναι δημιουργεί μία αχρείαστη σύγχυση σε ένα κατά τα άλλα ευχάριστο άκουσμα.
Επιστροφή: ειλικρινής άνω τελεία που επιτυγχάνει έναν ουσιαστικά ήρεμο αναστοχασμό. Η κλασικη κιθάρα και τα έγχορδα παράγουν μια εαρινή συμφωνία που αναδεικνύει αυτούσια και για πρώτη φορά με τόση ευκρίνεια την τραγουδιστική, εκτός από συνθετική, ικανότητα του Απόστολου Γουγουλάκη. Το κομμάτι, παρά τον πλούσιο λυρισμό του, χάρη στην συνθετική οικονομία (διακριτική προσθήκη κρουστών στη μέση, switch σε επικά riffs από τα έγχορδα) αποφεύγει την παγίδα στην οποία έπεσαν αντίστοιχα εγχειρήματα έντεχνης μελό σοβαροφάνειας όπως π.χ. ορισμένα συγγενικά κομμάτια του Δεληβοριά. Το κομμάτι μοιάζει με ένα bonus στολίδι που χαρίζεται σε όποιον φτάσει να ακούσει μέχρι εδώ.
Χ.ακ.Ι.: απλά…δώσεεεε! Είσαι σχεδόν σίγουρος ότι ένα τέτοιο κομμάτι σε περιμένει μετά από την προηγούμενη χαμηλόφωνη τριάδα. Stoner, μπαγλαμάδες, απελπισμένο τραγούδισμα, balkan εξτραδάκι προς το κλείσιμο και μια ρευστή υφή που σε τραβά μέχρι το τέλος του κομματιού χωρίς να το καταλάβεις. Ένα πανέμορφο ντελίριο για μια δυστοπική ελληνική ζωή. Στέκομαι στο σόλο και γενικά την συμβολή του βιολιού: ο Μούτσης πρέπει να ακούσει αυτό το κομμάτι!
Μάνα: συγκινητικό και ανατρεπτικό κλείσιμο. Ωδή στους μαχητές και κυρίως στις μαχήτριες της ζωής που τα βάζουν με τις επάρατους νόσους κάθε είδους. Δεν είναι μόνο ο καρκίνος αλλά και η αυτοαπομόνωση, η αυτοεγκατάλειψη, ο ωχαδερφισμός, η αδιαφορία, η λάθος ανατροφή των παιδιών, η ενοχοποίηση των άλλων για τις δικές μας ατυχίες ή αναποδιές. Το έβαλα στο repeat τουλάχιστον 3 φορές. Εκείνο το ”Πως μπορείς; Πες μου. Πως μπορείς;” σε καθηλώνει: πως μπορεί να στερείται από μία μαχήτρια του φωτός το δικαίωμα να ζήσει; Πες μας, Απόστολε. Πως μπορεί;
Πηγή TVXS